συμβατικός

συμβατικός
-ή, -ό / συμβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συμβατός]
νεοελλ.
1. αυτός που έχει καθοριστεί με σύμβαση («συμβατικός τόκος»)
2. ο κατά συνθήκην, αυτός που είναι σύμφωνος με τα κοινωνικά πρότυπα, χωρίς βαθύτερο και ουσιαστικό περιεχόμενο, τυπικός (α. «συμβατική σχέση» β. «συμβατικός γάμος»)
3. φρ. α) «συμβατικές υποχρεώσεις» — οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συγκεκριμένη σύμβαση
β) «συμβατική υπαναχώρηση» — το δικαίωμα τής υπαναχώρησης που επιφυλάσσει για τον εαυτό του ένας ή και όλοι όσοι έχουν συμβληθεί σε σύμβαση
γ) «Συμβατική Συνέλευση» — η Συνέλευση που εγκαθίδρυσε την Α' Γαλλική Δημοκρατία και κυβέρνησε από τις 21/9/1792 ώς τις 26/10/1795
δ) «συμβατικό δίκαιο»
διεθν. δίκ. το σύνολο τών κανόνων νομικής ισχύος που προσδιορίζουν τις σχέσεις τών υποκείμενων στο διεθνές δίκαιο κρατών ή οργανισμών ως συνέπεια τών διμερών και πολυμερών συμβάσεων που έχουν κάνει
ε) «συμβατικά όπλα»
στρ. βλ. όπλο
στ) «συμβατικοί δασμοί»
διεθν. δίκ. οι δασμοί εξωτερικού εμπορίου που, βάσει έγγραφων συμφωνιών ισχύουν μεταξύ τών συμβεβλημένων κρατών
μσν.
τυχαίος, απρόοπτος
αρχ.
1. αυτός που τείνει ή οδηγεί σε συμφωνία, συμβιβαστικός
2. πρόσφορος, κατάλληλος.
επίρρ...
συμβατικώς / συμβατικῶς ΝΜΑ, και συμβατικά Ν
νεοελλ.
1. κατά τρόπο συμβατικό, σύμφωνα με την καθορισμένη συμφωνία
2. κατά σύμβαση, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα
μσν.-αρχ.
τυχαία, απρόοπτα
αρχ.
1. συμβιβαστικά, με τάση ή διάθεση για συμβιβασμό
2. με φιλική διάθεση, με ευμένεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμβατικός — ή, ό 1. αυτός που καθορίζεται από σύμβαση: Συμβατικός τόκος. – Δεν τήρησε ο εργοδότης τις συμβατικές του υποχρεώσεις. 2. αυτός που ακολουθεί την παράδοση: Πιστεύει πως σε έναν παγκόσμιο πόλεμο δε θα χρησιμοποιηθούν μόνο συμβατικά όπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβατικά — συμβατικός tending neut nom/voc/acc pl συμβατικά̱ , συμβατικός tending fem nom/voc/acc dual συμβατικά̱ , συμβατικός tending fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικῶν — συμβατικός tending fem gen pl συμβατικός tending masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικόν — συμβατικός tending masc acc sg συμβατικός tending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραμανλίδικη φιλολογία — Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων της τουρκόφωνης ελληνικής φιλολογίας, δηλαδή των κειμένων που γράφτηκαν σε τουρκική γλώσσα, αλλά από Έλληνες συγγραφείς και με ελληνικούς χαρακτήρες και κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη ή έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • συμβατικαῖς — συμβατικός tending fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικοῖς — συμβατικός tending masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικοί — συμβατικός tending masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικούς — συμβατικός tending masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικήν — συμβατικός tending fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”